υπαναχωρώ

υπαναχωρώ
υπαναχωρώ, υπαναχώρησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπαναχωρώ — ὑπαναχωρῶ, έω, ΝΑ [αναχωρώ] αποχωρώ βαθμηδόν ή κρυφά («ἐκ τῆς ἀγορᾱς ὑπανεχώρησεν», Διον. Αλ.) νεοελλ. 1. αποκηρύσσω τις διακηρυγμένες ιδέες μου 2. διαλύω μονομερώς συμφωνία ή σύμβαση …   Dictionary of Greek

  • υπαναχωρώ — υπαναχώρησα 1. αμτβ., αποχωρώ κρυφά, με τρόπο. 2. μτφ., εγκαταλείπω παλιότερες γνώμες και ιδέες μου. 3. (νομ.), διαλύω μόνο εγώ συμφωνία ή σύμβαση, αθετώ το λόγο μου ή την υπογραφή μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προϋπαναχωρώ — έω, Μ [ὑπαναχωρῶ] υπαναχωρώ εκ τών προτέρων …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

  • ξαναγυρίζω — (Μ ξαναγυρίζω) 1. επανέρχομαι, επιστρέφω, επανακάμπτω, γυρίζω πάλι 2. δίνω κάτι πίσω για άλλη μία φορά, ξαναφέρνω κάτι πίσω νεοελλ. 1. αλλάζω γνώμη, υπαναχωρώ 2. περιστρέφω κάτι ξανά 3. βάζω ανάποδα, αντιστρέφω («ξαναγύρισε το σεντόνι») μσν. μέσ …   Dictionary of Greek

  • στρίβω — και στρίφτω και στρίφω Ν 1. συστρέφω, περιστρέφω κάτι («κι εκείνος τ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι», δημ. τραγούδι) 2. (αμτβ.) α) κάνω στροφή, συστρέφομαι («δεν ξέρω πώς έστριψε το τιμόνι, αφού δεν τό κούνησα») β) αλλάζω μέτωπο, μεταβάλλω… …   Dictionary of Greek

  • υπαναχώρηση — η / ὑπαναχώρησις, ήσεως, ΝΑ [υπαναχωρώ] η βαθμιαία ή η κρυφή υποχώρηση νεοελλ. 1. αναίρεση τών λεχθέντων, αποκήρυξη δοξασιών ή γνωμών τις οποίες υποστήριζε κάποιος 2. αθέτηση συμφωνίας 3. (νομ.) κατάσταση κατά την οποία μια απόπειρα μένει… …   Dictionary of Greek

  • πρυμίζω — ισα 1. στρέφω την πρύμη στον άνεμο, πλέω με ευνοϊκό άνεμο. 2. φεύγω γρήγορα, υπαναχωρώ, αλλ. τα μαζεύω, στρίβω: Τα πρύμισα (δηλ. έφυγα, το έστριψα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”